Παναγιώτης Ψαριανός
15 – 00
Πόσο συχνά εξευτελίζεται ο Άνθρωπος,
αυτό το μεγαλείο της ζωής!
Αθήνα, 2000
37 - 00
Απ’ την πηγή της καλοσύνης
και της τρυφερότητας
βγαίνει το βάλσαμο της λύπης
και του πόνου.
Δώσε ένα λουλούδι στον αγέρα
ή σ’ ένα χέρι που αγγίζει τη φωτιά.
Τι γλύκα θα φανεί μεμιάς
στην όψη του προσώπου,
πόση γαλήνη θ’ απλωθεί
μέσα στην τρικυμία!
Ανοίγει η πόρτα της καρδιάς
με τη γλυκιά την αύρα
των λόγων και των πράξεων
και με τη μουσική τους
γεννιέται της ψυχής η αρμονία.
Αθήνα, Νοέμβριος 2000
45 - 00
Μάνα γη,
γαλάζια σφαίρα στο διάστημα,
σκύβω με σεβασμό και δέος στη ζωή που γέννησες,
στον ουρανό σου και στη θάλασσα,
στις εποχές σου και στα άνθη σου
που ευωδιάζουν και στολίζουνε το σύμπαν.
Κι αναλογίζομαι, πώς θα ’σαι αύριο,
όταν δε θα υπάρχουν μάτια πια
να δακρύσουν για σένα,
βλέποντας την ομορφιά αυτή.
Κι όταν θα ’χει χαθεί ο έρωτας και το τραγούδι,
πώς θα υπάρχεις και πώς θα αιωρείσαι νεκρή;
Και σκέφτομαι το έγκλημα
που γίνεται από τον άνθρωπο,
σ’ εσένα, το πιο όμορφο θαύμα του κόσμου!
Αθήνα, 19/11/2000
2 - 01
Όπου και να κοιτάξω,
βήματα θεών!
Πάνω στον ήλιο που έδυε,
έμεινε η καρδιά μου.
Αθήνα, 2001
5 - 01
Κάθε φορά που με φωνάζει η ζωή,
δηλώνω βροντερά παρών.
Δρόμος μου,
οι δρόμοι όλου του κόσμου
και πάθος μου,
τα πάθη ολωνών.
Δεν πρέπει κι ούτε εννοώ
να είμαι έξω απ’ τη ζωή.
Όσα φτερά και να ’χει η σκέψη μου,
πάντοτε θα πετά μέσα στον κόσμο.
Αθήνα, 27/1, 18/4/2001
11 - 01
Θάνατοι μύριοι
και σκληροί,
έξω από τα κάστρα των ονείρων.
Αθήνα, 2001
Μας σκεπάζει η σιωπή των ηχηρών λόγων.
Φτωχές φιλοδοξίες,
ανταύγειες των γκρίζων τοίχων
που μας περιβάλλουν.
Όσοι επιβιώσουν,
δε θα ξέρουν γιατί έχουν ζήσει.
Αθήνα, 14/2/2001
Καμιά φωνή δε φτάνει στα βάθη των ωκεανών.
Κάπου ο ήχος τελειώνει.
Πόσες σκέψεις χαθήκανε μέσα μας,
πόσα λόγια μας δεν ειπωθήκαν,
πόσα έργα που δεν έγιναν.
Κόσμοι, που η ομορφιά τους δε μας άγγιξε.
Ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι στάθηκα,
αφήνοντας από τα χέρια μου να πέσουν τα
λουλούδια
που μου τα χάρισαν το πρωινό λευκοντυμένες
νύμφες,
σέρνοντας έναν ατέλειωτο χορό, μέχρι την
άκρη του ορίζοντα.
Δεν ξέρω από πού ξεκίνησε αυτή η ανάσα,
που έγινε άνεμος, θεός, ζωή και θάνατος.
Πώς άναψε η πρώτη σπίθα,
που έγινε φλόγα και φως και ύστερα
σκοτάδι.
32 - 01
Καμιά φωνή δε φτάνει στα βάθη των ωκεανών.
Κάπου ο ήχος τελειώνει.
Πόσες σκέψεις χαθήκανε μέσα μας,
πόσα λόγια μας δεν ειπωθήκαν,
πόσα έργα που δεν έγιναν.
Κόσμοι, που η ομορφιά τους δε μας άγγιξε.
Ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι στάθηκα,
αφήνοντας από τα χέρια μου να πέσουν τα λουλούδια
που μου τα χάρισαν το πρωινό λευκοντυμένες νύμφες,
σέρνοντας έναν ατέλειωτο χορό, μέχρι την άκρη του
ορίζοντα.
Δεν ξέρω από πού ξεκίνησε αυτή η ανάσα,
που έγινε άνεμος, θεός, ζωή και θάνατος.
Πώς άναψε η πρώτη σπίθα,
που έγινε φλόγα και φως και ύστερα σκοτάδι.
Αθήνα, 7/4/2001
65 - 01
Έτσι λοιπόν τελειώσαν όλα.
Αθόρυβα, ανεπαίσθητα,
όπως το αίμα τρέχει απ’ τις φλέβες.
Ούτε ο κρότος δεν ακούστηκε
από τη συντριβή των ονείρων.
Αθήνα, 15/5/2001
83 - 01
Στο τέλος του δρόμου,
είδε πως έλειπε ο εαυτός του.
Αθήνα, 1/6/2001
126 - 01
Η νίκη αυτή
θα γίνει ήττα,
γιατί λείπουν οι ώμοι
που θα τη σηκώσουν.
Γρήγορα οι νίκες
μετατρέπονται σε ήττες,
αν δεν στηριχτούν
σ’ ελευθερία και σε δίκιο.
Ρότσεστερ - Μιννεσότα, 1/7/2001
132 - 01
Προσμένοντας μια άλλη άνοιξη,
θα κουβαλάω λάφυρα δυο στάχια,
ήχους και οπτασίες ποιημάτων.
Αεροδρόμιο Σικάγου, 7/7/2001
134 - 01
Η σιωπή κι ο στοχασμός,
σταγόνες λάδι
πάνω στην πληγή μας.
Αθήνα, 14/7//2001
137 - 01
Κάποτε, όλοι οι σύντροφοι,
βαδίζαμε σ’ ένα δύσκολο δρόμο,
όμως ευχάριστο,
αφού η πορεία ήτανε στο θάμβος των ονείρων.
Τώρα δεν ξέρεις πού να πας,
γυρίζοντας ανώφελα τον κόσμο.
Και φοβάσαι ν’ ανάψεις το φως,
γιατί το ξέρεις, δε θα δεις κανέναν.
Αθήνα, 16/7/2001
145 - 01
Είχα ένα όνειρο,
έναν υπέροχο, κατακόκκινο ήλιο,
που ποτέ δεν ανάτειλε.
Πού να κοιτάξω και να μη σε δω,
όνειρό μου χαμένο,
μαγική μου πατρίδα.
Αθήνα, 1/8/2001
146 - 01
Για κείνο το λουλούδι,
που φύτρωσε στο άπειρο
και δεν του έριξα νερό ούτε μια στάλα,
είν’ οι τύψεις μου.
Κι η θλίψη μου,
για τη χαμένη μου ψυχή,
που στα κρυφά της όνειρα
πονάει και πεθαίνει.
Αθήνα, Αύγουστος 2001
147 - 01
Μνήμες νεκρές,
ενός ονείρου οι στάχτες,
που έλαμψε και χάθηκε
στην απεραντοσύνη.
Στάχτες απ’ τα καμένα τα φτερά της νιότης
κι απ’ της ζωής τα χάρτινα στολίδια,
που τα πληρώσαμε με όλα μας τα πλούτη.
Αθήνα, Αύγουστος 2001
168 - 01
Τα μυστικά μας,
μες στα σχεδιαγράμματα του χρόνου
και στα έργα,
τα προσωπεία της ψυχής μας.
Αλλιώς, πώς θ’ αντικρίζαμε τον κόσμο;
Όχι, δεν είναι η ζωή νεκρή μέσα στους τάφους.
Πάντα ανοιχτά τα μάτια των πραγμάτων.
Μάτια πουλιών που με κοιτάξατε με φόβο,
ικέτες της ζωής και της αγάπης,
με λύπη μεγάλη ζητάω συγχώρεση.
Στη μνήμη του μικρού σκυλιού,
που το σκοτώσαμε, Μεγάλο Σάββατο, με πέτρες,
αφήνω με λύπη βαθιά την καρδιά μου.
Ήμασταν τότε παιδιά.
Η τρέλα της εποχής και των χρόνων μας.
Πού να το ξέραμε,
ότι οι πράξεις μας αυτές θα πόναγαν για πάντα.
Πράγα, 25/8/2001, Γέρα, 15/8/2007
169 - 01
Ατέλειωτη σειρά εικόνων των προσώπων.
Γυμνοί σκελετοί,
φορώντας την πανοπλία τους
μέσα στο χώμα
κι ένας ήλιος λαμπρός
να πηδάει χαρούμενος,
από χρώμα σε χρώμα.
Ο χρόνος χάθηκε μ’ εμάς,
μες στην αδιάκοπη ροή των σκέψεών μας.
Πράγα, 25/8/2001
178 - 01
Πόσες ιδέες,
πόσα αισθήματα και όνειρα χάθηκαν
απ’ την επέλαση της δόξας
και του πλούτου.
Μα πιο πολύ κι από το θάνατό τους,
μας λύπησε η χαμένη περηφάνια
κι ο ήλιος της ελπίδας και της πίστης
που έδυσε στο νου και στην καρδιά.
Αθήνα, 30/8/2001
186 - 01
Ύστερα από πολύ δρόμο,
μείναμε μόνοι μας,
χωρίς θεούς,
με τη βαριά ελευθερία
που πληγώνει.
Αθήνα, 2/10/2001
189 - 01
Με τους μύθους ταξίδεψα.
Υπέροχο ταξίδι,
χαρούμενο ή θλιμμένο.
Γοητευμένος,
που είχαν λόγο και ψυχή
και δείχναν δρόμους.
Μορφές γενναίες,
που έκρυβαν με περηφάνια τις πληγές τους.
Κι εκείνο το φως,
που δε μιλούσε ποτέ
ή που μιλούσε ελάχιστα,
μονάχα όταν ήθελε να κλάψει.
Πώς να ξεχάσω εσάς,
που με κρατήσατε ζεστά
και σας αγάπησα σαν τη ζωή μου;
Αθήνα, 14/10/2001
211 - 01
Δύσκολο, να κρατηθείς μακριά
απ’ το προσποιητό και το χυδαίο,
δίχως αίμα και πληγές εμφανείς.
Κι η μόνη ανταμοιβή,
να μη ζήσεις νεκρός.
Αθήνα, 18/11/2001
217 - 01
Μακρύς, ο δρόμος ακόμα.
Αντέχεις.
Επέμενε.
Ο έρωτας των ρόδων, ισχυρός.
Αθήνα, 15/12/2001
227 - 01
Θα σε ξαναδώ,
όταν θα φεύγω για πάντα.
Εικόνες θα περνούν από μπροστά μου,
σαν ποταμός ανάμεσα σε ανθισμένα δέντρα
και λιβάδια καταπράσινα,
εικόνες της παράξενης, μα πλούσιας ζωής μου.
Κι οι κεραυνοί που μ’ έκαψαν,
θα φεύγουνε κι αυτοί μαζί μ’ εμένα.
Μαρόκο, 24/12/2001
233 - 01
Πολλοί, οι σπόροι των παραμυθιών,
κανείς δεν ξέρει πότε θα φυτρώσουν.
Τα παραμύθια είν’ οι δρόμοι των παιδιών
κι οι βάρκες των ωραίων τους ονείρων.
Κόσμοι μαγευτικοί της φαντασίας!
Κι αυτό που έμεινε μες στην κρυφή ζωή μας,
ήταν αυτό που άξιζε να ζει.
Να μην πετάξουμε τους θησαυρούς μας,
να μη χαθούν κι αυτοί μαζί μ’ εμάς.
Ας τους διαφυλάξουμε προσεχτικά
και ας τους παραδώσουμε με τρυφερότητα
σ’ εκείνους που θα έρθουν.
Μαρόκο, 27/12/2001
Παναγιώτης Ψαριανός
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου